1. εφοδιάζω, προμηθεύω approvisionner Tροφοδοτεί τα εργοστάσια με πρώτες ύλες. Il approvisionne les usines en matières premières. τροφοδοτώ ένα λογαριασμό (τράπεζας) approvisionner un compte en banque
2. μεταφορικά ενισχύω, δυναμώνω nourrir alimenter Οι διηγήσεις του τροφοδοτούσαν τη φαντασία τους. Ses récits nourrissaient leur imagination. τροφοδοτώ τις φήμες alimenter les rumeurs