Τυχαίνει - ορισμός του τυχαίνει από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%84%cf%85%cf%87%ce%b1%ce%af%ce%bd%ce%b5%ce%b9
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
11.381.209.101
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google+
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
τυχαίνει
Μεταφράσεις
τυχαίνει
(
ti'çeni
)
ρήμα
απρόσωπο (ρήμα)
όταν κτ συμβαίνει απρόβλεπτα
se présenter
αν τύχει και
si par hasard
δεν έτυχε
l'occasion ne s'est pas présentée
χωρίς σύστημα
au hasard
Τα βιβλία μου είναι τοποθετημένα όπως τύχει.
Mes livres sont rangés au hasard.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
τυραννία
τυραννική
τυραννικό
τυραννικός
τυραννοκτονία
τυραννοκτόνος
τύραννος
τυραννόσαυρος
τυραννώ
τυρί
τυρί κότατζ
τυριέρα
τυρκουάζ
τυρμπουσόν
τυρόπιτα
τυροποιώ
τυροσίνη
τύρφη
τυρφώδης
τυφικός
τυφλά
τυφλή
τυφλό
τυφλοπόντικας
τυφλός
τυφλώνω
τύφλωση
τύφος
τυφώνας
τυχαία
τυχαίνει
τυχαίνω
τυχαίο
τυχαίος
τυχαίως
τυχερή
τυχερό
τυχερός
τύχη
τύχηcaccidental
τυχοδιώκτης
τυχοδιώκτρια
τυχόν
τύψεις
τύψη
Τωβίας
των
τωόντι
τώρα
τώρα που
τωρινή
τωρινό
τωρινός
υ
ύαινα
υάκινθος
υαλοκαθαριστήρας
υαλοποιώ
υαλοτεχνικός
υαλώδης
ύβος
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close