Φ - ορισμός του φ από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%86
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
11.389.828.728
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google+
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
φ
Μεταφράσεις
φ
(
f
)
ουσιαστικό
ουδέτερο
άκλητο (ουσιαστικό – επίθετο)
φι, το εικοστό πρώτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου
phi
αρσενικό
la vingt et unième lettre de l'alphabet grec
Πλοηγός λέξεων
?
▲
ύφανση
υφαντής
υφαντό
υφαντός
ύφασμα
ύφασμα που καλύπτει τα μάτια
υφασματέμπορος
ύφεση
υφή
υφηγητής
υφηγήτρια
υφήλιος
υφίσταμαι
υφιστάμενος
ύφος
υψηλή πιστότητα
υψηλό βαρομετρικό
υψηλός
υψηλοτάτη
Υψιλον
ύψιλον
υψίπεδο
ύψιστος
υψομέτρης
υψόμετρο
ύψος
ύψος τόνου
ύψωμα
υψώνω
ύψωση
φ
φα
φάβα
φαβορί
φαβορίτα
φαβορίτες
φαβοριτισμός
φαγγρί
φαγεντιανή
φαγητό
φαγητό για το σπίτι
φαγητό σε πακέτο
Φαγητό/ Ποτό
φαγιά
φαγιάντσα
φαγκότο
φαγοκύτταρο
φαγούρα
φαγώσιμo
φαγώσιμη
φαγώσιμο
φαγώσιμος
φαεινός
φαϊ
φαΐ
φαιδρός
φάιμπεργκλας
φαίνεται
φαίνομαι
φαινομενικά
φαινομενική
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close