φουντώνω
Μεταφράσεις
φουντώνω
(fu'ndono)ρήμα αμετάβατο (ρήμα)
1. παίρνω διαστάσεις Τα φυτά φούντωσαν.
2. ανάβω με μεγάλες φλόγες Το σπίτι φούντωσε.
3. μεταφορικά δυναμώνω, μεγαλώνω Η γιορτή φούντωσε.
φουντώνω
rage, spread, flushيَتَوَرَّدُzrudnoutrødmeerrötenruborizarsepunastuarougirzacrvenjeti sefar arrossire赤面する얼굴이 붉어지다blozenrødmezarumienić sięficar vermelhoвспыхнутьrodnaหน้าแดงyüzü kızarmakđỏ mặt冲洗ρήμα μεταβατικό (ρήμα)
εκνευρίζω κπ, τον κάνω να θυμώσει Τον φουντώνεις με τα αστεία σου.