Χορεύω - ορισμός του χορεύω από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%87%ce%bf%cf%81%ce%b5%cf%8d%cf%89
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
11.380.286.361
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google+
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
χορεύω
Μεταφράσεις
χορεύω
dance
tanssia
dancer
,
danser
يَرْقُصُ
tančit
danse
tanzen
bailar
plesati
ballare
踊る
춤추다
dansen
danse
zatańczyć
dançar
танцевать
dansa
เต้นรำ
dans etmek
nhảy múa
跳舞
(
xo'revo
)
ρήμα
αμετάβατο (ρήμα)
κινώ το σώμα ακολουθώντας το ρυθμό μουσικής
danser
Δεν
χορεύω
και πολύ
→
لا أرْقُصُ حَقَّاً
→ Já netancuji
→ Jeg danser helst ikke
→
Ich tanze nicht gern
→
I don't really dance
→
No bailo mucho
→ En erityisemmin tanssi
→
Je ne danse pas
→ Ja baš ne plešem
→
Non ballo
→ 私は本当に踊りません
→ 나는 정말로 춤 안 춰요
→
Ik dans nooit
→
Jeg danser egentlig ikke
→
Prawdę mówiąc, nie tańczę
→
Na verdade eu não danço
→
Я не очень хорошо танцую
→ Jag dansar egentligen inte
→ ที่จริงฉันไม่เต้นรำ
→
Pek dans etmem
→ Tôi không biết nhảy
→
我不会跳舞
Πλοηγός λέξεων
?
▲
χολόλιθος
χολωμένος
χόμπι
χονδρεμπόριο
χονδρικά
χονδρική
χονδρικό
χονδρικός
χονδροειδής
χονδροειδώς
χονδρός
χόνδρος
Χονσού
χοντραίνω
χοντράνθρωπος
χοντρή
χοντρικός
χοντρό
χοντρό κομμάτι
χοντροκέφαλος
χοντροκομμένος
χοντρός
χορδή
χορεία
χορευτής
χορευτής μπαλέτου
χορευτική
χορευτικό
χορευτικός
χορεύτρια
χορεύω
χορήγηση
χορηγία
χορηγός
χορηγώ
χορογραφία
χορογραφικός
χορογράφος
χοροπηδάω
χοροπηδώ
χορός
χορός σε αίθουσα χορού
χοροστατώ
χόρτα
χορταίνω
χορτάρι
Χόρτασα
χορτασμένη
χορτασμένο
χορτασμένος
χορταστικός
χορτάτη
χορτάτο
χορτάτος
χόρτο
χορτοκοπτικό
χορτοκοπτικό μηχάνημα
χορτονομή
χορτοφαγικός
χορτοφάγο
χορτοφάγος
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close