Ωοθήκη - ορισμός του ωοθήκη από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%89%ce%bf%ce%b8%ce%ae%ce%ba%ce%b7
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
11.383.959.988
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google+
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
ωοθήκη
Μεταφράσεις
ωοθήκη
ovary
ovaire
مِبْيَضٌ
vaječník
æggestok
Eierstock
ovario
munasarja
jajnik
ovaio
卵巣
난소
ovarium
eggstokk
jajnik
ovário
яичник
äggstock
รังไข่ของสตรี
yumurtalık
buồng trứng
卵巢
卵巢
Яйчник
(
oo'θici
)
ουσιαστικό
θηλυκό
γυναικολογικό όργανο αναπαραγωγής
ovaire
αρσενικό
Πλοηγός λέξεων
?
▲
ω
ωάριο
ωδείο
ωδή
ωδική
ωειδής
ώθηση
ωθώ
Ωκεανία
ωκεανογραφία
ωκεανογραφικός
ωκεανογράφος
ωκεανολογία
ωκεανολόγος
ωκεανός
ωλεκράνιος
ωλένη
ωμ
ωμά
ωμέγα
ωμή
ωμό
ωμοπλάτη
ωμός
ώμος
ωμότητα
ωξίνη
ωογένεση
ωογονία
ωοειδής
ωοθήκη
ώρα
ώρα αιχμής
ώρα γεύματος
ώρα δείπνου
ώρα κλεισίματος
ώρα τσαγιού
ώρα ύπνου
ώρα φαγητού
ώρα ψυχαγωγίας
ωραία
ωραίο
ωραιοπάθεια
ωραιοπαθές
ωραιοπαθής
ωραιοποιώ
ωραίος
ωραιότατος
ωραιότητα
ωράριο
ώρες αιχμής
ώρες γραφείου
ώρες επισκεπτηρίου
ώρες λειτουργίας
ωριαία
ωριαία άτρακτος
ωριαίος
ώριμα
ωριμάζω
ωρίμαση
ώριμη
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close