πάπας
popepapopapapapepapapapapauspapieżpapežpåveالبَابَاpapežpavePapstpaavipapaローマ法王교황pavepapaримский папаพระสันตปาปาหัวหน้าบิชอปและผู้นำของนิกายโรมันคาทอลิคpapaGiáo hoàng罗马教皇Папаהאפיפיור ('papas)
ουσιαστικό αρσενικό 1. θρησκευτικός όρος ο αρχηγός της καθολικής εκκλησίας
pape αρσενικό Ο Πάπας δέχτηκε τον πρόεδρο της Δημοκρατίας. Le Pape a reçu le président de la République. 2. μεταφορικά πρόσωπο με μεγάλο κύρος στο χώρο του
pape ο πάπας της πληροφορικής le pape de l'informatique Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.