άγιος

Μεταφράσεις

άγιος

('aʝios) αρσενικό

άγια αγία

( 'aʝia a'ʝia ) prononciation is missing

άγιο

('aʝio) ουδέτερο
επίθετο
1. ιερός η Αγία Αικατερίνη
η Παλαιά και η Καινή Διαθήκη
2. μεταφορικά πολύ καλός και ηθικός άνθρωπος Eίναι άγιος άνθρωπος.

άγιος

αρσενικό

αγία

saint, saintly, holysanktasantosaint, sacrésantoświętysfântсвятойقِدِّيس, مُقَدَّسٌsvatý, světechelgen, helligheilig, Heiligerpyhä, pyhimyssvet, svetac神聖な, 聖人성인, 신성한heilig, heiligehelgen, helligsagrado, santohelgon, heligเป็นที่เคารพบูชา, นักบุญaziz, kutsallinh thiêng, vị thánh圣人, 神圣的, סנט θηλυκό
ουσιαστικό
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Copyright © 2003-2025 Farlex, Inc Αποποίηση ευθυνών
Ολόκληρο το περιεχόμενο της ιστοσελίδας αυτής, συμπεριλαμβανομένου του λεξικού, του θησαυρού, της λογοτεχνίας, της γεωγραφίας και άλλων στοιχείων αναφοράς, υπάρχει μόνο για πληροφοριακούς λόγους μόνο. Οι πληροφορίες αυτές δεν θα πρέπει να θεωρούνται πλήρεις, ενημερωμένες, και δεν έχουν ως στόχο να χρησιμοποιηθούν στη θέση επίσκεψης, σύσκεψης, ή συμβουλής από κάποιον δικηγόρο, ιατρό ή οποιονδήποτε άλλο επαγγελματία.