άπιστος

Μεταφράσεις

άπιστος

('apistos) αρσενικό

άπιστη

('apisti) θηλυκό

άπιστο

unfaithful, infidel, unbelieverinfidèle, incroyant, non-croyantخَائِنnevěrnýutrountreuinfieluskotonnevjeraninfedele不貞な부정한ontrouwutroniewiernyinfielневерныйotrogenไม่ซื่อสัตย์sadakatsizkhông chung thủy不诚实的 ('apisto) ουδέτερο
επίθετο
1. άθρησκος Θεωρείται άπιστος.
2. που δεν είναι πιστός σε κπ άπιστος σύζυγος
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Copyright © 2003-2025 Farlex, Inc Αποποίηση ευθυνών
Ολόκληρο το περιεχόμενο της ιστοσελίδας αυτής, συμπεριλαμβανομένου του λεξικού, του θησαυρού, της λογοτεχνίας, της γεωγραφίας και άλλων στοιχείων αναφοράς, υπάρχει μόνο για πληροφοριακούς λόγους μόνο. Οι πληροφορίες αυτές δεν θα πρέπει να θεωρούνται πλήρεις, ενημερωμένες, και δεν έχουν ως στόχο να χρησιμοποιηθούν στη θέση επίσκεψης, σύσκεψης, ή συμβουλής από κάποιον δικηγόρο, ιατρό ή οποιονδήποτε άλλο επαγγελματία.