άσκηση

Μεταφράσεις

άσκηση

Übung, körperliche Bewegungexercise, drill, practiceejercicioexercicećwiczenie, ćwiczeniaупражнениеرِيَاضَة, مـُمَارَسَةcvičeníopgave, øvelseharjoitus, liikuntatjelovježba, vježbaesercizio練習, 運動연습문제, 운동lichaamsbeweging, oefeningøvelse, treningexercícioövningแบบฝึกหัด, การออกกำลังกายalıştırma, egzersizbài tập, tập thể dục习题, 练习упражняванеתרגיל ('ascisi)
ουσιαστικό θηλυκό
1. γυμναστική πρωινή άσκηση
2. πρόβλημα σε μάθημα ασκήσεις γραμματικής λύνω ασκήσεις μαθηματικών
3. εκτέλεση κατά την άσκηση των καθηκόντων του άσκηση του εκλογικού δικαιώματος
4. χρήση άσκηση βίας
5. μέρος στρατιωτικής εξάσκησης στρατιωτικές ασκήσεις
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Copyright © 2003-2025 Farlex, Inc Αποποίηση ευθυνών
Ολόκληρο το περιεχόμενο της ιστοσελίδας αυτής, συμπεριλαμβανομένου του λεξικού, του θησαυρού, της λογοτεχνίας, της γεωγραφίας και άλλων στοιχείων αναφοράς, υπάρχει μόνο για πληροφοριακούς λόγους μόνο. Οι πληροφορίες αυτές δεν θα πρέπει να θεωρούνται πλήρεις, ενημερωμένες, και δεν έχουν ως στόχο να χρησιμοποιηθούν στη θέση επίσκεψης, σύσκεψης, ή συμβουλής από κάποιον δικηγόρο, ιατρό ή οποιονδήποτε άλλο επαγγελματία.