έδρα
Sitzface, seat, see, side, bench, chairsidejoface, siège, anus ('eðra)
ουσιαστικό θηλυκό 1. υπερυψωμένο κάθισμα
estrade θηλυκό η έδρα του δάσκαλου l'estrade de l'instituteur η δικαστική έδρα l'estrade du juge 2. ανώτερο αξίωμα siège αρσενικό chaire θηλυκό η πανεπιστημιακή έδρα la chaire universitaire
3. μαθηματικά πλευρά τρισδιάστατου σχήματος
face θηλυκό Η πυραμίδα έχει πέντε έδρες. Une pyramide a cinq faces. Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.