έλξη

Μεταφράσεις

έλξη

attirance, attractionattraction, affinityجَاذِبِيَّةpřitažlivosttiltrækningAnziehungskraftatracción, tracciónvetovoimaprivlačnostattrazione魅力끌어당기기aantrekkelijkheidtiltrekningatrakcyjnośćatraçãoпривлекательностьattraktionการดึงดูดความสนใจçekimsự hấp dẫn吸引力, 牵引牽引המתיחה ('elksi)
ουσιαστικό θηλυκό
1. η δύναμη ενός πράγματος να τραβάει κτ άλλο κοντά του μαγνητική έλξη
2. γοητεία νιώθω έλξη για κπ
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Copyright © 2003-2025 Farlex, Inc Αποποίηση ευθυνών
Ολόκληρο το περιεχόμενο της ιστοσελίδας αυτής, συμπεριλαμβανομένου του λεξικού, του θησαυρού, της λογοτεχνίας, της γεωγραφίας και άλλων στοιχείων αναφοράς, υπάρχει μόνο για πληροφοριακούς λόγους μόνο. Οι πληροφορίες αυτές δεν θα πρέπει να θεωρούνται πλήρεις, ενημερωμένες, και δεν έχουν ως στόχο να χρησιμοποιηθούν στη θέση επίσκεψης, σύσκεψης, ή συμβουλής από κάποιον δικηγόρο, ιατρό ή οποιονδήποτε άλλο επαγγελματία.