ένταση

Μεταφράσεις

ένταση

tension, intensity, strain, volume, stressמתחتَأْكِيد, تَوَتُّر, جُهْدdůraz, napětí, náporbelastning, spænding, vægtBelastung, Spannung, Stressénfasis, tensión, intensidadjännite, rasitus, stressiaccent, effort, tensionnapetost, napor, strestensioneストレス, 極度の緊張, 緊張긴장, 부담, 스트레스nadruk, spanningbelastning, spenningnapięcie, stresênfase, tensão, intensidadeнапряжение, растяжение, ударениеpåfrestning, spänning, stressเน้น, ความตึงเครียดgerginlik, stressự căng thẳng, sự nhấn mạnh, tình trạng căng thẳng压力, 紧张, 负担, 强度強度 ('endasi)
ουσιαστικό θηλυκό
1. ισχύς φυσικού φαινομένου η ένταση του ανέμουτου σεισμού η ένταση του ήχου
2. σύγκρουση η ένταση στις σχέσεις
3. άγχος, φόρτιση η ένταση της δουλειάς
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Copyright © 2003-2025 Farlex, Inc Αποποίηση ευθυνών
Ολόκληρο το περιεχόμενο της ιστοσελίδας αυτής, συμπεριλαμβανομένου του λεξικού, του θησαυρού, της λογοτεχνίας, της γεωγραφίας και άλλων στοιχείων αναφοράς, υπάρχει μόνο για πληροφοριακούς λόγους μόνο. Οι πληροφορίες αυτές δεν θα πρέπει να θεωρούνται πλήρεις, ενημερωμένες, και δεν έχουν ως στόχο να χρησιμοποιηθούν στη θέση επίσκεψης, σύσκεψης, ή συμβουλής από κάποιον δικηγόρο, ιατρό ή οποιονδήποτε άλλο επαγγελματία.