αγαλλίαση
elation (aɣa'liasi)
ουσιαστικό θηλυκό ευφορία, εσωτερική ευτυχία
bonheur αρσενικό joie θηλυκό Tα παιδιά μεγάλωσαν επιτέλους. Τι αγαλλίαση! Les enfants sont enfin grands. Quel bonheur ! ουράνια αγαλλίασηευδαιμονία la félicité céleste Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.