αγγείο
(͂an'ɟio)
ουσιαστικό ουδέτερο archaeology βάζο
vase αρσενικό
αγγείο
vessel, vase, veinvaisseau, bac, baquet, potВаза
ουσιαστικό ουδέτερο ανατομία αγωγός αίματος
vaisseau αρσενικό αιμοφόρο αγγείο un vaisseau sanguin Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.