αγριεύω

Μεταφράσεις

αγριεύω

(aɣri'evo)
ρήμα μεταβατικό (ρήμα)
1. προκαλώ θυμό σε κπ Μην τον αγριεύεις, θα σου επιτεθεί.
2. ερεθίζω Το αλάτι αγριεύει το δέρμα.

αγριεύω


ρήμα αμετάβατο (ρήμα)
1. θυμώνω πολύ Ο σκύλος αγρίεψε μόλις τον είδε.
2. μεταφορικά γίνομαι πολύ έντονος O αέρας αγριεύει.
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Copyright © 2003-2025 Farlex, Inc Αποποίηση ευθυνών
Ολόκληρο το περιεχόμενο της ιστοσελίδας αυτής, συμπεριλαμβανομένου του λεξικού, του θησαυρού, της λογοτεχνίας, της γεωγραφίας και άλλων στοιχείων αναφοράς, υπάρχει μόνο για πληροφοριακούς λόγους μόνο. Οι πληροφορίες αυτές δεν θα πρέπει να θεωρούνται πλήρεις, ενημερωμένες, και δεν έχουν ως στόχο να χρησιμοποιηθούν στη θέση επίσκεψης, σύσκεψης, ή συμβουλής από κάποιον δικηγόρο, ιατρό ή οποιονδήποτε άλλο επαγγελματία.