ακόλουθος

Μεταφράσεις

ακόλουθος

(a'koluθos) αρσενικό

ακόλουθη

(a'koluθi) θηλυκό

ακόλουθο

(a'koluθo) ουδέτερο
επίθετο
που αναφέρεται αμέσως μετά οι ακόλουθοι όροι

ακόλουθος

αρσενικό

ακόλουθη

suivant, attaché, domestique, prochainfollowing, acolyte, attendantالتَّاليّnásledujícífølgendefolgendsiguienteseuraavasljedećiseguente以下の다음의volgendfølgendenastępującyseguinteследующийföljandeถัดไปizleyensau đó下列的 θηλυκό
ουσιαστικό
1. συνοδός επίσημου προσώπου O πρόεδρος και οι ακόλουθοί του.
2. εκπρόσωπος σε πρεσβεία o εμπορικός ακόλουθος
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Copyright © 2003-2025 Farlex, Inc Αποποίηση ευθυνών
Ολόκληρο το περιεχόμενο της ιστοσελίδας αυτής, συμπεριλαμβανομένου του λεξικού, του θησαυρού, της λογοτεχνίας, της γεωγραφίας και άλλων στοιχείων αναφοράς, υπάρχει μόνο για πληροφοριακούς λόγους μόνο. Οι πληροφορίες αυτές δεν θα πρέπει να θεωρούνται πλήρεις, ενημερωμένες, και δεν έχουν ως στόχο να χρησιμοποιηθούν στη θέση επίσκεψης, σύσκεψης, ή συμβουλής από κάποιον δικηγόρο, ιατρό ή οποιονδήποτε άλλο επαγγελματία.