αμοιβή

Μεταφράσεις

αμοιβή

récompense, frais, payefee, guerdon, recompense, reward, payأُجْرَة, دَفْعُplat, poplatekbetaling, gebyrGebühr, Lohnhonorarios, paga, pago, preciomaksu, palkkaplaća, pristojbastipendio, tariffa料金, 給料요금, 지급kosten, loonbetaling, gebyropłata, zapłatapagamento, taxaвознаграждение, платаavgift, lönค่าแรง, ค่าธรรมเนียมmaaş, ücretlệ phí, tiền lương薪水, (ami'vi)
ουσιαστικό θηλυκό
1. πληρωμή εισπράττω την αμοιβή μου η αμοιβή ενός γιατρού
2. ικανοποίηση ηθική αμοιβή
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Copyright © 2003-2025 Farlex, Inc Αποποίηση ευθυνών
Ολόκληρο το περιεχόμενο της ιστοσελίδας αυτής, συμπεριλαμβανομένου του λεξικού, του θησαυρού, της λογοτεχνίας, της γεωγραφίας και άλλων στοιχείων αναφοράς, υπάρχει μόνο για πληροφοριακούς λόγους μόνο. Οι πληροφορίες αυτές δεν θα πρέπει να θεωρούνται πλήρεις, ενημερωμένες, και δεν έχουν ως στόχο να χρησιμοποιηθούν στη θέση επίσκεψης, σύσκεψης, ή συμβουλής από κάποιον δικηγόρο, ιατρό ή οποιονδήποτε άλλο επαγγελματία.