αμφιβάλλω

Μεταφράσεις

αμφιβάλλω

doubt, questiondouter, questionnerсомневаться, задавать вопросيَسْتَجْوِبvyslýchatsætte spørgsmålstegn vedbefragenpreguntarasettaa kyseenalaiseksiispitivatiinterrogare質問する질문하다ondervragenspørrezadać pytaniaquestionarifrågasättaไต่ถามsormakhỏi询问 (amfi'valo)
ρήμα αμετάβατο (ρήμα)
δεν είμαι σίγουρος για κτ Αμφιβάλλω αν θα του αρέσει. Αμφιβάλλω για τις προθέσεις του.
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Copyright © 2003-2025 Farlex, Inc Αποποίηση ευθυνών
Ολόκληρο το περιεχόμενο της ιστοσελίδας αυτής, συμπεριλαμβανομένου του λεξικού, του θησαυρού, της λογοτεχνίας, της γεωγραφίας και άλλων στοιχείων αναφοράς, υπάρχει μόνο για πληροφοριακούς λόγους μόνο. Οι πληροφορίες αυτές δεν θα πρέπει να θεωρούνται πλήρεις, ενημερωμένες, και δεν έχουν ως στόχο να χρησιμοποιηθούν στη θέση επίσκεψης, σύσκεψης, ή συμβουλής από κάποιον δικηγόρο, ιατρό ή οποιονδήποτε άλλο επαγγελματία.