αμφιλεγόμενος

Μεταφράσεις

αμφιλεγόμενος

(amfile'ɣomenos) αρσενικό

αμφιλεγόμενη

(amfile'ɣomeni) θηλυκό

αμφιλεγόμενο

controversial, argumentativeجَدَلِيّkontroverzníkontroversielumstrittenpolémicokiistanalainenpolémiqueprijeporancontroverso論争の논쟁의controversieelkontroversiellkontrowersyjnycontroversoспорныйkontroversiellซึ่งก่อให้เกิดการโต้แย้งtartışmalıgây tranh cãi有争议的 (amfile'ɣomeno) ουδέτερο
επίθετο
1. που μπορεί να εξηγηθεί με διαφορετικούς τρόπους αμφιλεγόμενη απάντηση
2. που δύσκολα μπορούμε να χαρακτηρίσουμε ένα αμφιλεγόμενο πρόσωπο
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Copyright © 2003-2025 Farlex, Inc Αποποίηση ευθυνών
Ολόκληρο το περιεχόμενο της ιστοσελίδας αυτής, συμπεριλαμβανομένου του λεξικού, του θησαυρού, της λογοτεχνίας, της γεωγραφίας και άλλων στοιχείων αναφοράς, υπάρχει μόνο για πληροφοριακούς λόγους μόνο. Οι πληροφορίες αυτές δεν θα πρέπει να θεωρούνται πλήρεις, ενημερωμένες, και δεν έχουν ως στόχο να χρησιμοποιηθούν στη θέση επίσκεψης, σύσκεψης, ή συμβουλής από κάποιον δικηγόρο, ιατρό ή οποιονδήποτε άλλο επαγγελματία.