ανήκω

Μεταφράσεις

ανήκω

belongappartenir, appartenir àпринадлежатьيَنْتَسِبُ إلى, يَنْتَمِي إِلىpatřittilhøre, være medlem afangehören, gehörenpertenecerkuuluapripadati, spadatiappartenere, far parte di・・・に属する, 所属する속하다, 알맞은 위치에 있다behoren tot, thuishorenhøre hjemme, tilhørenależećpertencerhöra hemma, tillhöraเป็นของ, เป็นสมาชิก เป็นส่วนหนึ่งait olmakthuộc, thuộc về属于 (a'niko)
ρήμα αμετάβατο (ρήμα)
1. είμαι κτήμα κάποιου Το σπίτι μού ανήκει.
2. είμαι μέρος, έχω σχέση με ιστορίες που ανήκουν στο παρελθόν
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Copyright © 2003-2025 Farlex, Inc Αποποίηση ευθυνών
Ολόκληρο το περιεχόμενο της ιστοσελίδας αυτής, συμπεριλαμβανομένου του λεξικού, του θησαυρού, της λογοτεχνίας, της γεωγραφίας και άλλων στοιχείων αναφοράς, υπάρχει μόνο για πληροφοριακούς λόγους μόνο. Οι πληροφορίες αυτές δεν θα πρέπει να θεωρούνται πλήρεις, ενημερωμένες, και δεν έχουν ως στόχο να χρησιμοποιηθούν στη θέση επίσκεψης, σύσκεψης, ή συμβουλής από κάποιον δικηγόρο, ιατρό ή οποιονδήποτε άλλο επαγγελματία.