αναλαμπή
lueur, éclairflash, gleamوَمِيضzábleskglimtAufblitzendestellovälähdysbljesaklampo閃光섬광flitslynglimtbłyskclarãoвспышкаblixtแสงวาบflaşánh chớp闪光 (anala'mbi)
ουσιαστικό θηλυκό 1. ξαφνική λάμψη
lueur αρσενικό οι αναλαμπές μιας αστραπής les lueurs d'un éclair 2. μεταφορικά για κτ θετικό που δε διαρκεί
éclair αρσενικό lueur θηλυκό αναλαμπή εξυπνάδας un éclair d'intelligence αναλαμπή ελπίδας une lueur d'espoir 3. μεταφορικά ξαφνική ιδέα idée θηλυκό éclair Μου ήρθε μια αναλαμπή. J'ai eu une idée éclair.
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.