αναλογίζομαι
(analo'ʝizome)
ρήμα μεσοπαθητικό (ρήμα) φέρνω κτ στο μυαλό μου και το εξετάζω
songer αναλογίζομαι το παρελθόν songer à son passé αναλογίζομαι τις συνέπειες songer aux conséquences αναλογίζομαι τα λάθη μου méditer sur ses erreurs Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.