ανανεώνω

Μεταφράσεις

ανανεώνω

renew, rejuvenate, freshen, refurbishrenouveler, rajeunirيُجَدِّدُobnovitfornyerneuernrenovaruusiaobnovitirinnovare再開する다시 시작하다vernieuwenfornyewznowićrenovarобновлятьförnyaเริ่มใหม่yenilemekbắt đầu lại更新 (anane'ono)
ρήμα μεταβατικό (ρήμα)
1. εκσυγχρονίζω ανανεώνω τα μέσα επικοινωνίας
2. αναζωογονώ Το ταξίδι τον ανανέωσε.
3. αλλάζω ανανεώνω την γκαρνταρόμπα μου
4. παρατείνω ανανεώνω συμβόλαιο
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Copyright © 2003-2025 Farlex, Inc Αποποίηση ευθυνών
Ολόκληρο το περιεχόμενο της ιστοσελίδας αυτής, συμπεριλαμβανομένου του λεξικού, του θησαυρού, της λογοτεχνίας, της γεωγραφίας και άλλων στοιχείων αναφοράς, υπάρχει μόνο για πληροφοριακούς λόγους μόνο. Οι πληροφορίες αυτές δεν θα πρέπει να θεωρούνται πλήρεις, ενημερωμένες, και δεν έχουν ως στόχο να χρησιμοποιηθούν στη θέση επίσκεψης, σύσκεψης, ή συμβουλής από κάποιον δικηγόρο, ιατρό ή οποιονδήποτε άλλο επαγγελματία.