αναπόφευκτος

Μεταφράσεις

αναπόφευκτος

(ana'pofefktos) αρσενικό

αναπόφευκτη

(ana'pofefkti) θηλυκό

αναπόφευκτο

inevitable, unavoidableلا مَنَاصَ مِنْهُ, مَحْتُومٌnevyhnutelnýuundgåeligunvermeidlichinevitableväistämätöninévitableneizbježaninevitabile避けられない불가피한, 필연적인onvermijdelijkuunngåelignieuniknionyinevitávelнеизбежныйoundvikligไม่สามารถหลีกเลี่ยงได้, ที่หลีกเลี่ยงไม่ได้kaçınılmazkhông thể tránh được不可避免的, 不可避免不可避免בלתי נמנע (ana'pofefktο) ουδέτερο
επίθετο
μοιραίος αναπόφευκτο τέλος
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Copyright © 2003-2025 Farlex, Inc Αποποίηση ευθυνών
Ολόκληρο το περιεχόμενο της ιστοσελίδας αυτής, συμπεριλαμβανομένου του λεξικού, του θησαυρού, της λογοτεχνίας, της γεωγραφίας και άλλων στοιχείων αναφοράς, υπάρχει μόνο για πληροφοριακούς λόγους μόνο. Οι πληροφορίες αυτές δεν θα πρέπει να θεωρούνται πλήρεις, ενημερωμένες, και δεν έχουν ως στόχο να χρησιμοποιηθούν στη θέση επίσκεψης, σύσκεψης, ή συμβουλής από κάποιον δικηγόρο, ιατρό ή οποιονδήποτε άλλο επαγγελματία.