ανειδίκευτος

Μεταφράσεις

ανειδίκευτος

(ani'ðikeftos) αρσενικό

ανειδίκευτη

(ani'ðikefti) θηλυκό

ανειδίκευτο

non-spécialiste, non qualifiéغَيْرُ مَاهِرnekvalifikovanýufaglærtungelerntunskilledno calificado, no cualificado, no calificadosammattitaidotonnevještnon specializzato熟練していない미숙한ongeschooldufaglærtniewykwalifikowanynão especializado, não qualificadosнеквалифицированныйoutbildadไม่มีความชำนาญniteliksizkhông có chuyên môn不熟练的 (ani'ðikefto) ουδέτερο
επίθετο
χωρίς ειδικότητα ανειδίκευτος εργάτης
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Copyright © 2003-2025 Farlex, Inc Αποποίηση ευθυνών
Ολόκληρο το περιεχόμενο της ιστοσελίδας αυτής, συμπεριλαμβανομένου του λεξικού, του θησαυρού, της λογοτεχνίας, της γεωγραφίας και άλλων στοιχείων αναφοράς, υπάρχει μόνο για πληροφοριακούς λόγους μόνο. Οι πληροφορίες αυτές δεν θα πρέπει να θεωρούνται πλήρεις, ενημερωμένες, και δεν έχουν ως στόχο να χρησιμοποιηθούν στη θέση επίσκεψης, σύσκεψης, ή συμβουλής από κάποιον δικηγόρο, ιατρό ή οποιονδήποτε άλλο επαγγελματία.