ανταλλαγή
barter, exchangeéchangeتبادل (andala'ʝi)
ουσιαστικό θηλυκό 1. το να δίνεις κτ όταν παίρνεις κτ άλλο
échange αρσενικό ανταλλαγή ρούχων échange de vêtements 2. μεταφορικά η επικοινωνία
échange ανταλλαγές απόψεων des échanges de vues Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.