ανύπαντρος

Μεταφράσεις

ανύπαντρος

(a'nipandros) αρσενικό

ανύπαντρη

(a'nipandri) θηλυκό

ανύπαντρο

Junggeselle, ledigbachelor, single, unmarriedfraŭlosolterocélibataire, garçon, non mariéרווקagglegényscapolone, celibevrijgezel, ongetrouwdkawaler, nieżonatysolteiro, não casadoхолостяк, неженатый单身, 未婚的غَيْرُ مُتَزَوِّجsvobodnýugiftnaimatonNo need for neoženjena (it does not exist!)未婚の미혼의ugiftogiftไม่แต่งงานevlenmemişchưa lập gia đình (a'nipandro) ουδέτερο
επίθετο
που δεν έχει παντρευτεί
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Copyright © 2003-2025 Farlex, Inc Αποποίηση ευθυνών
Ολόκληρο το περιεχόμενο της ιστοσελίδας αυτής, συμπεριλαμβανομένου του λεξικού, του θησαυρού, της λογοτεχνίας, της γεωγραφίας και άλλων στοιχείων αναφοράς, υπάρχει μόνο για πληροφοριακούς λόγους μόνο. Οι πληροφορίες αυτές δεν θα πρέπει να θεωρούνται πλήρεις, ενημερωμένες, και δεν έχουν ως στόχο να χρησιμοποιηθούν στη θέση επίσκεψης, σύσκεψης, ή συμβουλής από κάποιον δικηγόρο, ιατρό ή οποιονδήποτε άλλο επαγγελματία.