απελπισμένος

Μεταφράσεις

απελπισμένος

(apelpi'zmenos) αρσενικό

απελπισμένη

(apelpi'zmeni) θηλυκό

απελπισμένο

abatido, desesperadodesperate, hopeless, balefulيَائِسbeznadějný, zoufalýdesperat, håbløshoffnungslos, verzweifeltepätoivoinen, toivotondésespérébeznadan, očajandisperato希望を失って, 必死の가망 없는, 절망적인hopeloos, wanhopigdesperat, håpløsbeznadziejny, zdesperowanydesesperado, sem esperança, desesperadaбезнадежный, отчаянныйdesperat, hopplösไม่มีความหวัง, ซึ่งสิ้นหวังumutsuzliều lĩnh, vô vọng无希望的, 绝望的, 绝望絕望נואשת (apelpi'zmeno) ουδέτερο
επίθετο
1. που έχει χάσει κάθε ελπίδα απελπισμένο βλέμμα
2. απεγνωσμένος απελπισμένες προσπάθειες
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Copyright © 2003-2025 Farlex, Inc Αποποίηση ευθυνών
Ολόκληρο το περιεχόμενο της ιστοσελίδας αυτής, συμπεριλαμβανομένου του λεξικού, του θησαυρού, της λογοτεχνίας, της γεωγραφίας και άλλων στοιχείων αναφοράς, υπάρχει μόνο για πληροφοριακούς λόγους μόνο. Οι πληροφορίες αυτές δεν θα πρέπει να θεωρούνται πλήρεις, ενημερωμένες, και δεν έχουν ως στόχο να χρησιμοποιηθούν στη θέση επίσκεψης, σύσκεψης, ή συμβουλής από κάποιον δικηγόρο, ιατρό ή οποιονδήποτε άλλο επαγγελματία.