απομάκρυνση
removaléloignement (apo'makrinsi)
ουσιαστικό θηλυκό μετακίνηση μακριά από κπ σημείο éloignement αρσενικό mise θηλυκό à l'écart η απομάκρυνση των ξένων l'éloignement d'étrangers η απομάκρυνση των σκουπιδιών la mise à l'écart des déchets
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.