αποφασιστικός

Μεταφράσεις

αποφασιστικός

(apofasisti'kos) αρσενικό

αποφασιστική

(apofasisti'ci) θηλυκό

αποφασιστικό

decisivedécisifحَاسِمrozhodujícíafgørendeentschlossendecisivoratkaisevaodlučandecisivo決定的な결정적인beslissendavgjørendedecydującydecisivoрешительныйbeslutsamซึ่งลงความเห็นแล้วbelirleyicimang tính quyết định决定性的 (apofasisti'ko) ουδέτερο
επίθετο
1. σίγουρος αποφασιστικός άνθρωπος
2. καθοριστικός, κρίσιμος Oι επόμενοι μήνες θα είναι αποφασιστικοί για το μέλλον.
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Copyright © 2003-2025 Farlex, Inc Αποποίηση ευθυνών
Ολόκληρο το περιεχόμενο της ιστοσελίδας αυτής, συμπεριλαμβανομένου του λεξικού, του θησαυρού, της λογοτεχνίας, της γεωγραφίας και άλλων στοιχείων αναφοράς, υπάρχει μόνο για πληροφοριακούς λόγους μόνο. Οι πληροφορίες αυτές δεν θα πρέπει να θεωρούνται πλήρεις, ενημερωμένες, και δεν έχουν ως στόχο να χρησιμοποιηθούν στη θέση επίσκεψης, σύσκεψης, ή συμβουλής από κάποιον δικηγόρο, ιατρό ή οποιονδήποτε άλλο επαγγελματία.