αρπάζω

Μεταφράσεις

αρπάζω

grab, snatch, seize, catch, clutch, takeيَأْخُدُ, يَقْبِضُpopadnout, vzítgribe, tageergreifen, stehlenagarrar, robar, tomartarttua, viedäattraper, prendreukrasti, zgrabitiafferrare, prendere・・・を盗む, ひっつかむ가져가다, 움켜잡다grijpen, nemengripe, taporwać, zabraćagarrar, roubarукрасть, хвататьta, ta tag iขโมย, จับฉวยalmak, kavramaklấy cắp, tóm, 抢夺 (ar'pazo)
ρήμα μεταβατικό (ρήμα)
1. πιάνω αρπάζω την μπάλα αρπάζω κπ απ' το χέρι
2. κλέβω Της άρπαξαν την τσάντα.
3. κολλάω αρπάζω μια αρρώστια
4. μεταφορικά καταλαβαίνω, πιάνω αρπάζω το νόημα
5. καίγομαι Το φαγητό άρπαξε. αρπάζω φωτιά
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Copyright © 2003-2025 Farlex, Inc Αποποίηση ευθυνών
Ολόκληρο το περιεχόμενο της ιστοσελίδας αυτής, συμπεριλαμβανομένου του λεξικού, του θησαυρού, της λογοτεχνίας, της γεωγραφίας και άλλων στοιχείων αναφοράς, υπάρχει μόνο για πληροφοριακούς λόγους μόνο. Οι πληροφορίες αυτές δεν θα πρέπει να θεωρούνται πλήρεις, ενημερωμένες, και δεν έχουν ως στόχο να χρησιμοποιηθούν στη θέση επίσκεψης, σύσκεψης, ή συμβουλής από κάποιον δικηγόρο, ιατρό ή οποιονδήποτε άλλο επαγγελματία.