ασβεστώνω

Μεταφράσεις

ασβεστώνω

بَيَاضٌ لِطِلَاءِ الـجُدْران

ασβεστώνω

vápenné mléko

ασβεστώνω

kalk

ασβεστώνω

tünchen

ασβεστώνω

whitewash

ασβεστώνω

blanquear, encalar

ασβεστώνω

maalata kalkkimaalilla

ασβεστώνω

lait à la chaux

ασβεστώνω

bojati vapnom

ασβεστώνω

imbiancare

ασβεστώνω

漆喰を塗る

ασβεστώνω

희게 회칠하다

ασβεστώνω

witwassen

ασβεστώνω

kalke

ασβεστώνω

pobielić

ασβεστώνω

branquear, cal

ασβεστώνω

белить

ασβεστώνω

bortförklara

ασβεστώνω

ปูนขาวทาผนัง

ασβεστώνω

badanalamak

ασβεστώνω

quét vôi

ασβεστώνω

刷石灰
Copyright © 2003-2025 Farlex, Inc Αποποίηση ευθυνών
Ολόκληρο το περιεχόμενο της ιστοσελίδας αυτής, συμπεριλαμβανομένου του λεξικού, του θησαυρού, της λογοτεχνίας, της γεωγραφίας και άλλων στοιχείων αναφοράς, υπάρχει μόνο για πληροφοριακούς λόγους μόνο. Οι πληροφορίες αυτές δεν θα πρέπει να θεωρούνται πλήρεις, ενημερωμένες, και δεν έχουν ως στόχο να χρησιμοποιηθούν στη θέση επίσκεψης, σύσκεψης, ή συμβουλής από κάποιον δικηγόρο, ιατρό ή οποιονδήποτε άλλο επαγγελματία.