αστραπιαίος
(astrapi'eos) αρσενικό
αστραπιαία
(astrapi'ea) θηλυκό
αστραπιαίο
(astrapi'eo) ουδέτερο
επίθετο εξαιρετικά γρήγορος
fulgurant/-ante αστραπιαία αντίδραση une réaction fulgurante με πολύ μεγάλη ταχύτητα
à la vitesse de l'éclair Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.