αυλή
court, courtyard, yardpatioفناءהחצר마당ลาน (a'vli)
ουσιαστικό θηλυκό 1. εξωτερικός χώρος κτίσματος
cour θηλυκό η αυλή του σχολείου la cour de récréation 2. μεταφορικά το κοντινό περιβάλλον κάποιου σημαντικού προσώπου
cour θηλυκό η βασιλική αυλή la cour royale Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.