βάναυσος

Μεταφράσεις

βάναυσος

(́'vanafsos) αρσενικό

βάναυση

('vanafsi) θηλυκό

βάναυσο

vulgar, abusiveفاحِشhrubýbrutalbeleidigendinsultanteloukkaavainjurieuxpogrdaningiurioso人を罵倒する욕설을 퍼붓는grofstøtendeobelżywyabusivoоскорбительныйsmädligดูถูกküfürlü, ağzı bozuknhục mạ侵犯性的 ('vanafso) ουδέτερο
επίθετο
σκληρός βάναυση συμπεριφορά
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Copyright © 2003-2025 Farlex, Inc Αποποίηση ευθυνών
Ολόκληρο το περιεχόμενο της ιστοσελίδας αυτής, συμπεριλαμβανομένου του λεξικού, του θησαυρού, της λογοτεχνίας, της γεωγραφίας και άλλων στοιχείων αναφοράς, υπάρχει μόνο για πληροφοριακούς λόγους μόνο. Οι πληροφορίες αυτές δεν θα πρέπει να θεωρούνται πλήρεις, ενημερωμένες, και δεν έχουν ως στόχο να χρησιμοποιηθούν στη θέση επίσκεψης, σύσκεψης, ή συμβουλής από κάποιον δικηγόρο, ιατρό ή οποιονδήποτε άλλο επαγγελματία.