βαμβάκι

Μεταφράσεις

βαμβάκι

cottoncotonbabacBaumwolle, Baumwollstoffхлопок, хлопковая нитьقُطْنbavlnabomuld, bomuldstrådalgodón, hiloompelulanka, puuvillapamukcotone, filo di cotone糸, 綿면, 목화katoenbomullbawełnaalgodãobomull, bomullstrådผ้าฝ้าย, ฝ้าย ผ้าฝ้ายpamukbông, vải cotton棉花, 棉线памук棉花כותנה (vam'vaci)
ουσιαστικό ουδέτερο
1. φυτική ύλη φυτείες βαμβακιού
2. φυσική ίνα με την οποία γίνονται τα μακό ρούχα μπλούζα 100% βαμβάκι
3. προϊόν για φαρμακευτική χρήση βαμβάκι βουτηγμένο στο οινόπνευμα
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Copyright © 2003-2025 Farlex, Inc Αποποίηση ευθυνών
Ολόκληρο το περιεχόμενο της ιστοσελίδας αυτής, συμπεριλαμβανομένου του λεξικού, του θησαυρού, της λογοτεχνίας, της γεωγραφίας και άλλων στοιχείων αναφοράς, υπάρχει μόνο για πληροφοριακούς λόγους μόνο. Οι πληροφορίες αυτές δεν θα πρέπει να θεωρούνται πλήρεις, ενημερωμένες, και δεν έχουν ως στόχο να χρησιμοποιηθούν στη θέση επίσκεψης, σύσκεψης, ή συμβουλής από κάποιον δικηγόρο, ιατρό ή οποιονδήποτε άλλο επαγγελματία.