βασιλεία
Königtumkingdom, kingship, regality, reignregado (vasi'lia)
ουσιαστικό θηλυκό 1. μοναρχία με βασιλιά royauté θηλυκό η βασιλεία στη Μεγάλη Βρετανία la royauté en Grande-Bretagne
2. χρονική περίοδος εξουσίας βασιλιά règne αρσενικό κατά τη βασιλεία του sous son règne
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.