γίγαντας
giantgéantGigant, Rieseمارِدobrkæmpegigantejättiläinendivgigante巨人거인reuskjempeolbrzymgiganteгигантjätteยักษ์ใหญ่devcông ty lớn巨人гигант巨人ענק ('ʝiɣandas)
ουσιαστικό αρσενικό 1. τεράστιος άνθρωπος των παραμυθιών géant αρσενικό Ονειρεύτηκα ότι ένας γίγαντας πάτησε το σπίτι μας. J'ai rêvé qu'un géant a piétiné notre maison.
2. μεγάλη προσωπικότητα σε ένα χώρο géant oι γίγαντες της πολιτικής les géants de la politique
3. είδος πολύ μεγάλων φασολιών haricots géants
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.