γλύπτης

Μεταφράσεις

γλύπτης

('ɣliptis) αρσενικό

γλύπτρια

EscultorSochařBilledhuggerværkstedet, skulptørBildhauerSculptorSculptor, escultorsculpteurפסלKiparSzobrászScultoreちょうこくしつ座, 彫刻家조각가자리, 조각가SculptorSkulptoriusBeeldhouwerRzeźbiarzSculptor, escultorСкульпторSochárBildhuggaren, skulptörกลุ่มดาวช่างแกะสลัก, ประติมากรSculptor, heykeltıraş玉夫座, 雕塑家مَثَّالkuvanveistäjäskulptørnhà điêu khắcскулптор ('ɣliptria) θηλυκό
ουσιαστικό
καλλιτέχνης που φτιάχνει αγάλματα
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Copyright © 2003-2025 Farlex, Inc Αποποίηση ευθυνών
Ολόκληρο το περιεχόμενο της ιστοσελίδας αυτής, συμπεριλαμβανομένου του λεξικού, του θησαυρού, της λογοτεχνίας, της γεωγραφίας και άλλων στοιχείων αναφοράς, υπάρχει μόνο για πληροφοριακούς λόγους μόνο. Οι πληροφορίες αυτές δεν θα πρέπει να θεωρούνται πλήρεις, ενημερωμένες, και δεν έχουν ως στόχο να χρησιμοποιηθούν στη θέση επίσκεψης, σύσκεψης, ή συμβουλής από κάποιον δικηγόρο, ιατρό ή οποιονδήποτε άλλο επαγγελματία.