δέρμα

Μεταφράσεις

δέρμα

Haut, Lederskin, leatherpeau, cuirpele, couroкожа, выделанная кожаجِلْدٌ مَدْبُوغٌkůželæderpielnahkakožapelle가죽lederlærskóraläderหนังderida thuộc皮革, 皮肤кожа皮膚עור ('ðerma)
ουσιαστικό ουδέτερο
1. η μεμβράνη που καλύπτει το σώμα απαλό δέρμα
2. το πετσί γδαρμένου ζώου τσάντα από δέρμα
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Copyright © 2003-2025 Farlex, Inc Αποποίηση ευθυνών
Ολόκληρο το περιεχόμενο της ιστοσελίδας αυτής, συμπεριλαμβανομένου του λεξικού, του θησαυρού, της λογοτεχνίας, της γεωγραφίας και άλλων στοιχείων αναφοράς, υπάρχει μόνο για πληροφοριακούς λόγους μόνο. Οι πληροφορίες αυτές δεν θα πρέπει να θεωρούνται πλήρεις, ενημερωμένες, και δεν έχουν ως στόχο να χρησιμοποιηθούν στη θέση επίσκεψης, σύσκεψης, ή συμβουλής από κάποιον δικηγόρο, ιατρό ή οποιονδήποτε άλλο επαγγελματία.