δημόσιος

Μεταφράσεις

δημόσιος

(ði'mosios) αρσενικό

δημόσια

(ði'mosia) θηλυκό

δημόσιο

publicpublicpubliek, openbaarعَامّveřejnýoffentligöffentlichpúblicojulkinenjavnipubblico公衆の공공의offentligpublicznypúblicoобщественныйallmänเกี่ยวข้องกับสาธารณชนkamucông cộng公众的, 公众公眾 (ði'mosio) ουδέτερο
επίθετο
1. που είναι για όλους δημόσιος χώρος
οι επαγγελματικές επαφές
2. σχετικός με το κράτος δημόσια υπηρεσία δημόσιο έγγραφο
3. σχετικός με το δημόσιο Είναι δημόσιος υπάλληλος.
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Copyright © 2003-2025 Farlex, Inc Αποποίηση ευθυνών
Ολόκληρο το περιεχόμενο της ιστοσελίδας αυτής, συμπεριλαμβανομένου του λεξικού, του θησαυρού, της λογοτεχνίας, της γεωγραφίας και άλλων στοιχείων αναφοράς, υπάρχει μόνο για πληροφοριακούς λόγους μόνο. Οι πληροφορίες αυτές δεν θα πρέπει να θεωρούνται πλήρεις, ενημερωμένες, και δεν έχουν ως στόχο να χρησιμοποιηθούν στη θέση επίσκεψης, σύσκεψης, ή συμβουλής από κάποιον δικηγόρο, ιατρό ή οποιονδήποτε άλλο επαγγελματία.