διάλειμμα

Μεταφράσεις

διάλειμμα

Pause, Unterbrechung, Intervallbreak, interval, interlude, intermissionentracte, récréationفَاصِلٌintervalintervalintervaloaikaväliintervalintervallo間隔간격intervalintervallodstępintervaloинтервалintervallช่วงเวลาarakhoảng thời gian giữa hai sự kiện幕间休息 ('ðjalima)
ουσιαστικό ουδέτερο
1. παύση για ξεκούραση διάλειμμα λίγων λεπτών
2. διακοπή μαθήματος στο σχολείο για ξεκούραση Στο διάλειμμα παίξαμε ποδόσφαιρο.
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Copyright © 2003-2025 Farlex, Inc Αποποίηση ευθυνών
Ολόκληρο το περιεχόμενο της ιστοσελίδας αυτής, συμπεριλαμβανομένου του λεξικού, του θησαυρού, της λογοτεχνίας, της γεωγραφίας και άλλων στοιχείων αναφοράς, υπάρχει μόνο για πληροφοριακούς λόγους μόνο. Οι πληροφορίες αυτές δεν θα πρέπει να θεωρούνται πλήρεις, ενημερωμένες, και δεν έχουν ως στόχο να χρησιμοποιηθούν στη θέση επίσκεψης, σύσκεψης, ή συμβουλής από κάποιον δικηγόρο, ιατρό ή οποιονδήποτε άλλο επαγγελματία.