δικαιολογώ

Μεταφράσεις

δικαιολογώ

justify, excuseيُبَرِّرُ, يَعْذِرُomluvit, ospravedlnitretfærdiggøre, undskyldeentschuldigen, rechtfertigendisculpar, justificaroikeuttaa, puolustellaexcuser, justifierispričati, opravdatigiustificare, scusare弁解する, 正当化する변명하다, 정당화하다excuseren, rechtvaardigenrettferdiggjøre, unnskyldeusprawiedliwićdesculpar, justificarизвинять, обосновыватьmotivera, ursäktaแก้ตัว, พิสูจน์ว่าถูกต้องhaklılığını göstermek, özür beyan etmekbiện minh, giải thích原谅, 论证 (ðiceolo'ɣo)
ρήμα μεταβατικό (ρήμα)
1. εξηγώ κτ περίεργο ή που είναι λάθος δικαιολογώ τη συμπεριφορά μου
2. βρίσκω δικαιολογίες Όλο τον δικαιολογείς.
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Copyright © 2003-2025 Farlex, Inc Αποποίηση ευθυνών
Ολόκληρο το περιεχόμενο της ιστοσελίδας αυτής, συμπεριλαμβανομένου του λεξικού, του θησαυρού, της λογοτεχνίας, της γεωγραφίας και άλλων στοιχείων αναφοράς, υπάρχει μόνο για πληροφοριακούς λόγους μόνο. Οι πληροφορίες αυτές δεν θα πρέπει να θεωρούνται πλήρεις, ενημερωμένες, και δεν έχουν ως στόχο να χρησιμοποιηθούν στη θέση επίσκεψης, σύσκεψης, ή συμβουλής από κάποιον δικηγόρο, ιατρό ή οποιονδήποτε άλλο επαγγελματία.