δουλεύω

Μεταφράσεις

δουλεύω

(ðu'levo)
ρήμα αμετάβατο (ρήμα)
1. εργάζομαι Δουλεύω πολύ.
2. αποφέρω κέρδη Το μαγαζί της δουλεύει καλά.
3. λειτουργώ Η τηλεόραση δε δουλεύει. Το μυαλό του δε δουλεύει όπως άλλοτε.

δουλεύω

work, pull one's leglaboritravailler, faire marcherlavorarelaborarewerkenpracowaćيَعْمَلُpracovatarbejdearbeitentrabajartyöskennelläraditi働く일하다arbeidetrabalharработатьarbetaทำงานçalışmaklàm việc工作
ρήμα μεταβατικό (ρήμα)
κοροϊδεύω δουλεύω κπ
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Copyright © 2003-2025 Farlex, Inc Αποποίηση ευθυνών
Ολόκληρο το περιεχόμενο της ιστοσελίδας αυτής, συμπεριλαμβανομένου του λεξικού, του θησαυρού, της λογοτεχνίας, της γεωγραφίας και άλλων στοιχείων αναφοράς, υπάρχει μόνο για πληροφοριακούς λόγους μόνο. Οι πληροφορίες αυτές δεν θα πρέπει να θεωρούνται πλήρεις, ενημερωμένες, και δεν έχουν ως στόχο να χρησιμοποιηθούν στη θέση επίσκεψης, σύσκεψης, ή συμβουλής από κάποιον δικηγόρο, ιατρό ή οποιονδήποτε άλλο επαγγελματία.