1. εργάζομαι travailler Δουλεύω πολύ. Je travaille beaucoup.
2. αποφέρω κέρδη marcher Το μαγαζί της δουλεύει καλά. Son magasin marche bien.
3. λειτουργώ marcher fonctionner Η τηλεόραση δε δουλεύει. La télé ne marche pas. Το μυαλό του δε δουλεύει όπως άλλοτε. Son cerveau ne fonctionne plus comme avant.
Ολόκληρο το περιεχόμενο της ιστοσελίδας αυτής, συμπεριλαμβανομένου του λεξικού, του θησαυρού, της λογοτεχνίας, της γεωγραφίας και άλλων στοιχείων αναφοράς, υπάρχει μόνο για πληροφοριακούς λόγους μόνο. Οι πληροφορίες αυτές δεν θα πρέπει να θεωρούνται πλήρεις, ενημερωμένες, και δεν έχουν ως στόχο να χρησιμοποιηθούν στη θέση επίσκεψης, σύσκεψης, ή συμβουλής από κάποιον δικηγόρο, ιατρό ή οποιονδήποτε άλλο επαγγελματία.