εγχειρίζω

Μεταφράσεις

εγχειρίζω

opérer

εγχειρίζω

operate

εγχειρίζω

يُجرَي عَمَلِيَّةٌ جِرَاحِيَةٌ

εγχειρίζω

operovat

εγχειρίζω

operere

εγχειρίζω

operieren

εγχειρίζω

operar

εγχειρίζω

leikata

εγχειρίζω

operirati

εγχειρίζω

operare

εγχειρίζω

手術する

εγχειρίζω

수술하다

εγχειρίζω

opereren

εγχειρίζω

operere

εγχειρίζω

zoperować

εγχειρίζω

operar

εγχειρίζω

оперировать

εγχειρίζω

operera

εγχειρίζω

ผ่าตัด

εγχειρίζω

ameliyat etmek

εγχειρίζω

mổ

εγχειρίζω

手术
Copyright © 2003-2025 Farlex, Inc Αποποίηση ευθυνών
Ολόκληρο το περιεχόμενο της ιστοσελίδας αυτής, συμπεριλαμβανομένου του λεξικού, του θησαυρού, της λογοτεχνίας, της γεωγραφίας και άλλων στοιχείων αναφοράς, υπάρχει μόνο για πληροφοριακούς λόγους μόνο. Οι πληροφορίες αυτές δεν θα πρέπει να θεωρούνται πλήρεις, ενημερωμένες, και δεν έχουν ως στόχο να χρησιμοποιηθούν στη θέση επίσκεψης, σύσκεψης, ή συμβουλής από κάποιον δικηγόρο, ιατρό ή οποιονδήποτε άλλο επαγγελματία.