ενεργητικός

Μεταφράσεις

ενεργητικός

(enerʝiti'kos) αρσενικό

ενεργητική

(enerʝiti'ci) θηλυκό

ενεργητικό

energetic, activeénergique, actifنَشِيطvitálníenergiskenergiegeladenenergético, lleno de energíaenerginenenergetičanenergico精力的な정력적인energiekenergiskenergicznyenergéticoэнергичныйenergiskกระตือรือร้นenerji doluđầy nhiệt huyết精力充沛的 (enerʝiti'ko) ουδέτερο
επίθετο
δυναμικός και δραστήριος ενεργητική γυναίκα
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Copyright © 2003-2025 Farlex, Inc Αποποίηση ευθυνών
Ολόκληρο το περιεχόμενο της ιστοσελίδας αυτής, συμπεριλαμβανομένου του λεξικού, του θησαυρού, της λογοτεχνίας, της γεωγραφίας και άλλων στοιχείων αναφοράς, υπάρχει μόνο για πληροφοριακούς λόγους μόνο. Οι πληροφορίες αυτές δεν θα πρέπει να θεωρούνται πλήρεις, ενημερωμένες, και δεν έχουν ως στόχο να χρησιμοποιηθούν στη θέση επίσκεψης, σύσκεψης, ή συμβουλής από κάποιον δικηγόρο, ιατρό ή οποιονδήποτε άλλο επαγγελματία.