εν μέρει

Μεταφράσεις

εν μέρει

جُزْئِياً

εν μέρει

částečně

εν μέρει

delvist

εν μέρει

zum Teil

εν μέρει

partly

εν μέρει

en parte

εν μέρει

osaksi

εν μέρει

en partie

εν μέρει

dijelom

εν μέρει

parzialmente

εν μέρει

部分的に

εν μέρει

부분적으로

εν μέρει

gedeeltelijk

εν μέρει

delvis

εν μέρει

częściowo

εν μέρει

em parte

εν μέρει

частично

εν μέρει

delvis

εν μέρει

บางส่วน

εν μέρει

kısmen

εν μέρει

phần nào

εν μέρει

部分地
Copyright © 2003-2025 Farlex, Inc Αποποίηση ευθυνών
Ολόκληρο το περιεχόμενο της ιστοσελίδας αυτής, συμπεριλαμβανομένου του λεξικού, του θησαυρού, της λογοτεχνίας, της γεωγραφίας και άλλων στοιχείων αναφοράς, υπάρχει μόνο για πληροφοριακούς λόγους μόνο. Οι πληροφορίες αυτές δεν θα πρέπει να θεωρούνται πλήρεις, ενημερωμένες, και δεν έχουν ως στόχο να χρησιμοποιηθούν στη θέση επίσκεψης, σύσκεψης, ή συμβουλής από κάποιον δικηγόρο, ιατρό ή οποιονδήποτε άλλο επαγγελματία.