επαφή

Μεταφράσεις

επαφή

contact, touchcontactcontattoاِتِّصَالkontaktkontaktKontaktcontactoyhteyskontakt連絡접촉contactkontaktkontaktcontacto, contatoотношенияkontaktการติดต่อtemassự liên hệ联络контактאיש קשר (epa'fi)
ουσιαστικό θηλυκό
1. άγγιγμα μεταξύ δύο σωμάτων σημείο επαφής
2. επικοινωνία είμαι σε επαφή με κπ φέρνω κπ σε επαφή με κπ άλλον
3. κοινωνική σχέση Έχω επαφές στο εξωτερικό.
4. η σεξουαλική πράξη έχω σεξουαλικές επαφές
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Collins Multilingual Translator © HarperCollins Publishers 2009
Copyright © 2003-2025 Farlex, Inc Αποποίηση ευθυνών
Ολόκληρο το περιεχόμενο της ιστοσελίδας αυτής, συμπεριλαμβανομένου του λεξικού, του θησαυρού, της λογοτεχνίας, της γεωγραφίας και άλλων στοιχείων αναφοράς, υπάρχει μόνο για πληροφοριακούς λόγους μόνο. Οι πληροφορίες αυτές δεν θα πρέπει να θεωρούνται πλήρεις, ενημερωμένες, και δεν έχουν ως στόχο να χρησιμοποιηθούν στη θέση επίσκεψης, σύσκεψης, ή συμβουλής από κάποιον δικηγόρο, ιατρό ή οποιονδήποτε άλλο επαγγελματία.