επιλεκτικός

Μεταφράσεις

επιλεκτικός

(epilekti'kos) αρσενικό

επιλεκτική

(epilekti'ci) θηλυκό

επιλεκτικό

selectiveselectivaselektiveselettivaselectieve选择性選擇性selektivníselektivסלקטיבית選択selektiv (epilekti'ko) ουδέτερο
επίθετο
που προσέχει πολύ όταν διαλέγει κτ Είμαι επιλεκτικός στις προτιμήσεις μου.
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Copyright © 2003-2025 Farlex, Inc Αποποίηση ευθυνών
Ολόκληρο το περιεχόμενο της ιστοσελίδας αυτής, συμπεριλαμβανομένου του λεξικού, του θησαυρού, της λογοτεχνίας, της γεωγραφίας και άλλων στοιχείων αναφοράς, υπάρχει μόνο για πληροφοριακούς λόγους μόνο. Οι πληροφορίες αυτές δεν θα πρέπει να θεωρούνται πλήρεις, ενημερωμένες, και δεν έχουν ως στόχο να χρησιμοποιηθούν στη θέση επίσκεψης, σύσκεψης, ή συμβουλής από κάποιον δικηγόρο, ιατρό ή οποιονδήποτε άλλο επαγγελματία.